Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στοιβάζομαι
ρήμα παθητικό

1 accavallarsi
2 affollarsi
3 ammassarsi
4 gremirsi
5 insaccarsi
6 pigiare (vi)
7 pigiarsi (vrifl)
8 stiparsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στοιβαγμένος στοιβάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---