Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›στοίβα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

στοίβα
ουσιαστικό θηλυκό

1 accastellamento
2 accozzamento
3 ammassamento
4 ammasso
5 ammucchiamento
6 catasta
7 caterva
8 mucchio
9 pila
10 ristivaggio

permalink
‹ στοά
στοίβαγμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στιχουργώ [-είς, -εί...
στλεγγίδα [θηλ.ουσ]
στλεγγίς [θηλ.ουσ]
στο [πρόθ.]
στοά [θηλ.ουσ]
στοίβα [θηλ.ουσ]
στοίβαγμα [ουσ ουδ.]
στοιβαγμένος [επίθ.]
στοιβάζομαι [ρ. παθ.]
στοιβάζω {στοίβα-ξα...
στοιβαχτός [επίθ.]
στοιχεία [ουσ ουδ πληθ.]
στοιχείο [ουσ ουδ.]
στοιχειό [ουσ ουδ.]
στοιχειοθεσία [θηλ.ουσ]
στοιχειοθέτης [ουσ αρσ ]
στοιχειοθετώ [-είς, -εί...
στοιχειομετρία {χωρ. πληθ...
στοιχειομετρικός [επίθ.]
στοιχειώδης {στοιχειώδ...


{{ID:STOIBA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti