Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μετονομάζω (μετονόμ-α... μετρίαση [-εις]
μετόπη {μετοπών} μετριασμένος [επίθ.]
μετουσιωμένος [επίθ.] μετριασμός [ουσ αρσ ]
μετουσιώνομαι [ρ.] μετριαστικός [επίθ.]
μετουσιώνω (μετουσί-ω... μετριέμαι μππ. μετρη...
μετουσίωση {-ης κ. -ώ... μετρική [θηλ.ουσ]
μετοχές [θηλ. ουσ πληθ.] μετρικός [επίθ.]
μετοχή [θηλ.ουσ] μετριοπάθεια {χωρ. πληθ...
μετοχικός [επίθ.] μετριοπαθής {μετριοπαθ...
μέτοχος [επίθ.] μετριοπαθώς [επίρ.]
μετόχος [ουσ αρσ και θηλ.] μέτριος [επίθ.]
μετρέσα {χωρ. γεν.... μετριότητα {μετριοτήτ...
μέτρημα [ουσ ουδ.] μετριόφρονας [επίθ.]
μετρημένα [επίρ.] μετριοφροσύνη {χωρ. γεν....
μετρημένος [επίθ.] μετριόφρων {μετριόφρ-...
μέτρηση {-ης κ. -ή... μέτρο [ουσ ουδ.]
μετρήσιμος [επίθ.] μετρό [ουσ ουδ.]
Μετρησιμότητα [θηλ.ουσ] μετρολογία {χωρ. πληθ...
μετρητά [ουσ ουδ πληθ.] μετρολογικός [επίθ.]
μετρητής [ουσ αρσ ] μετρολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
μετρητό [ουσ ουδ.] μετρονόμος [ουσ αρσ ]
μετρητός [επίθ.] μετροταινία [θηλ.ουσ]
μέτρια [επίρ.] μετρώ [-άς, -ά /...
μετριάζομαι [ρ.] μετωνυμία {μετωνυμιώ...
μετριάζω (μετρί-ασα... μετωνυμικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: