Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μέτρο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 metropolitana
2 metro
3 [μέτρημα] misura

μετρό
ουσιαστικό ουδέτερο

1 metropolitana
2 sotterranea
3 ferrovia metropolitana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μετριόφρων μετρολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---