Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μετριοπαθώς

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μετριοπαθώς
επίρρημα

1 mediocremente
2 moderatamente
3 modestamente
4 regolatamente
5 temperantemente
6 verecondamente

permalink
‹ μετριοπαθής
μέτριος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μετριέμαι μππ. μετρη...
μετρική [θηλ.ουσ]
μετρικός [επίθ.]
μετριοπάθεια {χωρ. πληθ...
μετριοπαθής {μετριοπαθ...
μετριοπαθώς [επίρ.]
μέτριος [επίθ.]
μετριότητα {μετριοτήτ...
μετριόφρονας [επίθ.]
μετριοφροσύνη {χωρ. γεν....
μετριόφρων {μετριόφρ-...
μέτρο [ουσ ουδ.]
μετρό [ουσ ουδ.]
μετρολογία {χωρ. πληθ...
μετρολογικός [επίθ.]
μετρολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
μετρονόμος [ουσ αρσ ]
μετροταινία [θηλ.ουσ]
μετρώ [-άς, -ά /...
μετωνυμία {μετωνυμιώ...


{{ID:METRIOPAQWS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti