Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μετοχή
ουσιαστικό θηλυκό

1 partecipazione (f)
2 economia azione (f)
3 grammatica participio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μετοχές μετοχικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η μετοχή αορίστου = participio [αρσ.] passato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---