Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μέτρηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 conteggio
2 dosaggio
3 misura
4 misurazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μετρημένος μετρήσιμος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η αντίστροφη μέτρηση = conto [αρσ.] alla rovescia || η μονάδα μετρήσεως = unità [θηλ. άκλ.] di misura


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---