Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κογκίστα [θηλ.ουσ] κοιλιόντερα [ουσ ουδ πληθ.]
κογκλάβιο [ουσ ουδ.] κοίλο [ουσ ουδ.]
κογκλουντέρω [ρ.] κοιλοπονάω [ρ. παθ.]
Κογκολέζα [θηλ.ουσ] κοιλόπονος [ουσ αρσ ]
Kογκολέζος [ουσ αρσ ] κοιλοπονώ {κοιλοπονά...
κόγκος [ουσ αρσ ] κοιλοπρήστης [ουσ αρσ ]
κογκρέσο [ουσ ουδ.] κοίλος [επίθ.]
κόγχη {κογχών} κοιλότητα {κοιλοτήτω...
κογχοειδής [επίθ.] κοίλωμα {κοιλώματο...
κογχύλι [ουσ ουδ.] κοιμάμαι [-άσαι, -ά...
κοδιμέντον [ουσ ουδ.] κοιμάσαι? [επιφ.]
Κοζάκος [ουσ αρσ ] κοιμηντήριον [ουσ ουδ.]
κόθορνος {κοθόρν-ου... κοίμηση {-ης κ. -ή...
κοιλάδα [θηλ.ουσ] κοιμητάτον [ουσ ουδ.]
κοιλαίνομαι [ρ. παθ.] κοιμητήρι [ουσ ουδ.]
κοιλαίνω [ρ. μτβ.] κοιμητήριο {κοιμητηρί...
κοιλαράς {κοιλαράδε... κοιμίζω {κοίμισ-α,...
κοιλαρού [θηλ.ουσ] κοιμισιό [ουσ ουδ.]
Κοιλεντερωτά [ουσ ουδ πληθ.] κοιμισμένος [επίθ.]
κοιλία [θηλ.ουσ] κοιμούμαι [-άσαι, -ά...
κοιλιά {κοιλιών} κοιμώμενος [επίθ.]
κοιλιακά [ουσ ουδ πληθ.] κοινά [επίρ.]
κοιλιακός [επίθ.] κοινή [θηλ.ουσ]
κοιλιάντερα [ουσ ουδ πληθ.] κοινό το (χωρίς ...
κοιλιόδουλος [επίθ.] κοινοβιακός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: