Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοινό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pu`bblico ~m~ δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό == non è permesso l'ingresso al pubblico
2 ((al plurale)) cose ~fp~ pu`bbliche, affa`ri ~mp~ pu`bblici, poli`tica ενδιαφέρεται ενεργά για τα κοινά == si interessa attivamente di politica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοινή κοινοβιακός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα κοινά = la politica [θηλ.] || το κοινό νους = senso [αρσ.] comune


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---