Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοιμάμαι
ρήμα παθητικό dormire κοιμούμαι βαθιά == dormire profondamente | κοιμάμαι βαριά == dormire della grossa, come un ghiro, come un macigno, come un masso, avere il sonno pesante | κoιμούμαι ελαφρά == avere il sonno leggero | έχω δύo μέρες να κoιμηθώ == non dormo da due giorni | κoιμάμαι όρθιoς == dormire in piedi | κoιμάμαι τον αιώνιο ύπνo == dormire il sonno eterno κοιμάσαι? επιφώνημα dormi? κοιμούμαι ρήμα παθητικό variante di [κοιμάμαι] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακοιμάμαι βαθειά = dormire come un ghiro || κοιμάμαι όρθιος = dormire in piedi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |