Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοιλοπονάω
ρήμα παθητικό

variante di [κοιλοπονώ]

κοιλοπονώ  
ρήμα αμετάβατο

ave`re le do`glie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοίλο κοιλόπονος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---