Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κοιλότητα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κοιλότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

cavità ~f~ μια κοιλότητα στο βράχο == una cavità nella roccia | θωρακική == cavità toracica | στοματική == cavità orale

permalink
‹ κοίλος
κοίλωμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κοιλοπονάω [ρ. παθ.]
κοιλόπονος [ουσ αρσ ]
κοιλοπονώ {κοιλοπονά...
κοιλοπρήστης [ουσ αρσ ]
κοίλος [επίθ.]
κοιλότητα {κοιλοτήτω...
κοίλωμα {κοιλώματο...
κοιμάμαι [-άσαι, -ά...
κοιμάσαι? [επιφ.]
κοιμηντήριον [ουσ ουδ.]
κοίμηση {-ης κ. -ή...
κοιμητάτον [ουσ ουδ.]
κοιμητήρι [ουσ ουδ.]
κοιμητήριο {κοιμητηρί...
κοιμίζω {κοίμισ-α,...
κοιμισιό [ουσ ουδ.]
κοιμισμένος [επίθ.]
κοιμούμαι [-άσαι, -ά...
κοιμώμενος [επίθ.]
κοινά [επίρ.]


{{ID:KOILOTHTA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti