Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοιλότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

cavità ~f~ μια κοιλότητα στο βράχο == una cavità nella roccia | θωρακική == cavità toracica | στοματική == cavità orale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοίλος κοίλωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---