Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοιμίζω
ρήμα μεταβατικό 1 (far) addormenta`re, far dormi`re κoιμίζω το μωρό == far addormentare il bambino 2 (fig) anestizza`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |