Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΚογκολέζα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Kογκολέζος] Kογκολέζος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ del Congo, congole`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |