Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επίσκεψη {-ης κ. -έ... επιστάτης {επιστατών...
επισκιάζομαι [ρ. παθ.] επιστάτισσα {επι-στατι...
επισκιάζω (επισκί-ασ... επιστατούμαι [ρ. παθ.]
επισκίαση [θηλ.ουσ] επιστάτρια {επιστα-τρ...
επισκληρίδιος [επίθ.] επιστατώ {επιστατεί...
επισκοπεία {χωρ. πληθ... επιστεγάζομαι [ρ. παθ.]
επισκοπή [θηλ.ουσ] επιστεγάζω {επιστέγασ...
επισκόπηση {-ης κ. -ή... επιστέγαση [θηλ.ουσ]
επισκοπικός [επίθ.] επιστέγασμα {επιστεγάσ...
επίσκοπος {επισκόπ-ο... επιστέφω {επέστεψα,...
επισκοπούμαι [ρ. παθ.] επιστήθιος [επίθ.]
επισκοπώ {επισκοπεί... επιστήμη {επιστημών...
επισκοτίζομαι [ρ. παθ.] επιστημολογία [θηλ.ουσ]
επισκοτίζω {επισκότισ... επιστημολογικός [επίθ.]
επισκότιση [θηλ.ουσ] επιστήμονας {θηλ. επισ...
επισμηναγός [ουσ αρσ ] επιστημονικά [επίρ.]
επίσπερμο [ουσ ουδ.] επιστημονικός [επίθ.]
επισπεύδεται αόρ. επέσπ... επιστημονικότατος [επίθ.]
επισπεύδω {επέσπευσα... επιστημονικότερος [επίθ.]
επίσπευση {-ης κ. -ε... επιστημονικότητα [θηλ.ουσ]
επισταλία [θηλ.ουσ] επιστημονικώτατος [επίθ.]
επιστάμενος θηλ. και ε... επιστημονικώτερος [επίθ.]
επισταμένως [επίρ.] επιστημονισμός [ουσ αρσ ]
επίσταξη {-ης κ. -ά... επιστημόνισσα [θηλ.ουσ]
επιστασία {επιστασιώ... επιστημοσύνη {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: