Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εμβαθύνω {εμβάθυνα}... εμβολιστής [ουσ αρσ ]
εμβάλλομαι Ρ πρτ. ενέ... έμβολο {εμβόλ-ου ...
εμβάλλω {ενέβαλα, ... εμβρέχω [ρ. μτβ.]
εμβαλώνω [ρ. μτβ.] εμβρίθεια [θηλ.ουσ]
εμβαπτίζομαι [ρ. παθ.] εμβριθέστατος [επίθ.]
εμβαπτίζω {εμβάπτισ-... εμβριθέστερος [επίθ.]
εμβάς [θηλ.ουσ] εμβριθής {εμβριθ-ού...
έμβασμα {εμβάσμ-ατ... εμβροντησία {εμβροντησ...
εμβατήριο {εμβατηρί-... εμβρόντητος [επίθ.]
εμβέλεια {χωρ. πληθ... εμβρυακός [επίθ.]
έμβιος [επίθ.] εμβρυϊκός [επίθ.]
έμβλημα {εμβλήμ-ατ... έμβρυο {εμβρύ-ου ...
εμβληματικός [επίθ.] εμβρυογένεση {-ης κ. -έ...
εμβολή [θηλ.ουσ] εμβρυογονία {εμβρυογον...
εμβολιάζομαι [ρ. παθ.] εμβρυοκτονία {εμβρυοκτο...
εμβολιάζω {εμβολίασ-... εμβρυολογία {χωρ. πληθ...
εμβολιασμένος [επίθ.] εμβρυολογικός [επίθ.]
εμβολιασμός [ουσ αρσ ] εμβρυολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
εμβολιαστής [επίθ.] εμβρυοπλαστία [θηλ.ουσ]
εμβολιαστικός [επίθ.] εμβρυουλκός [ουσ αρσ ]
εμβολίζω {εμβόλισ-α... εμβρυώδης [επίθ.]
εμβόλιμος [επίθ.] εμβυθίζομαι [ρ. παθ.]
εμβόλιο {εμβολί-ου... εμβυθίζω [ρ. μτβ.]
εμβολισμένος [επίθ.] εμβύθιση [θηλ.ουσ]
εμβολισμός [ουσ αρσ ] εμείς [αντων.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: