Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμβριθέστατος
επίθετο superlativo di [εμβριθής] εμβριθέστερος επίθετο comparativo di [εμβριθής] εμβριθής επίθετο profo`ndo εμβριθής μελέτη == studio profondo | εμβριθής επιστήμων == uno scienziato che conosce profondamente la sua materia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |