Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμβρυο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 embrio`ne ~m~, feto ~m~
2 ((figurato)) embrione ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμβρυϊκός εμβρυογένεση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---