Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμβρόντητος
επίθετο fulmina`to, sbalordi`to, di stucco έμεινε εμβρόντητoς όταν έμαθε την αλήθεια == rimase di stucco quando seppe la verità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |