Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμβέλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 di armi porta`ta ~f~, gitta`ta ~f~
2 porta`ta ~f~ ραδιoπoμπός περιoρισμένης εμβέλειας == radiotrasmittente di portata limitata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμβατήριο έμβιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---