Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμβολισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 medicina emboli`a ~f~
2 speroname`nto ~m~
3 sperona`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμβολισμένος εμβολιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---