Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ειδικός [ουσ αρσ και θηλ.] ειδωμένος [επίθ.]
ειδικότατος [επίθ.] είθε [σύνδ.]
ειδικότερος [επίθ.] είθε! [επιφ.]
ειδικότητα {-ας κ. (λ... είθισται [ρ. απρ.]
ειδικώτατος [επίθ.] εικάζω {είκασα} (...
ειδικώτερος [επίθ.] εικασία {εικασιών}
ειδοί [θηλ. ουσ πληθ.] εικαστικός [επίθ.]
ειδοποιημένος [επίθ.] εικόνα {-ας κ. (λ...
ειδοποίηση {-ης κ. -ή... εικονίδιο {εικονιδί-...
ειδοποιητήριο {ειδοποιητ... εικονίζω {εικόνισ-α...
ειδοποιητικός [επίθ.] εικονικός [επίθ.]
ειδοποιός [επίθ.] εικονικότητα [θηλ.ουσ]
ειδοποιούμαι [ρ. παθ.] εικόνισμα {εικονίσμ-...
ειδοποιώ {ειδοποιεί... εικονισμένος [επίθ.]
είδος {είδ-ους |... εικονισμός [ουσ αρσ ]
ειδυλλιακά [επίρ.] εικονιστικός [επίθ.]
ειδυλλιακός [επίθ.] εικονογραφημένος [επίθ.]
ειδύλλιο {ειδυλλί-ο... εικονογράφηση {-ης κ. -ή...
ειδώλιο {ειδωλί-ου... εικονογραφία {εικονογρα...
είδωλο {ειδώλ-ου ... εικονογραφικός [επίθ.]
ειδωλολάτρης [ουσ αρσ ] εικονογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ειδωλολατρία {χωρ. πληθ... εικονογραφώ {εικονογρα...
ειδωλολατρικός [επίθ.] εικονοκλασία [θηλ.ουσ]
ειδωλολάτρισσα [θηλ.ουσ] εικονοκλάστης {εικονοκλα...
ειδωλοποιώ {ειδωλοποι... εικονοκλαστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: