Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεικόνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 imma`gine ~f~, figu`ra ~f~ βιβλίο με εικόνες == libro illustrato 2 ecclesiastico ico`na ~f~ 3 imma`gine ~f~, scena ~f~ δε θα μου φύγει ποτέ από το νου αυτή η εικόνα == questa scena non mi andrà mai via dalla mente 4 descrizio`ne ~f~, quadro ~m~ θα σου δώσω μια εικόνα της κατάστασης == ti farò un quadro della situazione 5 teatro scena ~f~ εικών ουσιαστικό θηλυκό forma letteraria di [εικόνα ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |