Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εγχείρηση {-ης κ. -ή... εγωίστρια {εγωιστριώ...
εγχειρητικός [επίθ.] εγωκεντρικός [επίθ.]
εγχειρίδιο {εγχειριδί... εγωκεντρισμός [ουσ αρσ ]
εγχειρίζομαι [ρ. παθ.] εγωλατρία {χωρ. πληθ...
εγχειρίζω {ενεχείρισ... εγωμανία [θηλ.ουσ]
εγχειρίζωομαι [ρ. παθ.] εγωπάθεια (χωρίς πλη...
εγχείριση [θηλ.ουσ] εγωπαθέστατος [επίθ.]
εγχειρούμαι [ρ. παθ.] εγωπαθέστερος [επίθ.]
εγχειρώ [-είς, -εί... εγωπαθής {εγωπαθ-ού...
εγχέω {ενέχυσα, ... εγωτίστρια [θηλ.ουσ]
έγχορδα {εγχόρδων} εδαφικός [επίθ.]
έγχορδος [επίθ.] εδάφιο {εδαφί-ου ...
έγχρωμος [επίθ.] εδαφολογία [θηλ.ουσ]
έγχρωμος [ουσ αρσ ] εδαφολογικός [επίθ.]
έγχυμα {εγχύμ-ατο... έδαφος {εδάφ-ους ...
εγχυματογενή [θηλ.ουσ] εδέησε [ρ. απρ.]
έγχυση {-ης κ. -ύ... Εδέμ [θηλ.ουσ]
Εγχύσιμος [επίθ.] εδεσίτισσα [θηλ.ουσ]
εγχώριος [επίθ.] έδεσμα {εδέσμ-ατο...
εγώ [αντων.] εδεσματολόγιο {εδεσματολ...
εγώ [ουσ ουδ.] εδικός [επίθ.]
εγωισμός [ουσ αρσ ] Εδιμβούργο [ουσ ουδ.]
εγωίσταρος [ουσ αρσ ] έδρα {εδρών}
εγωιστής {εγωιστριώ... εδράζομαι [ρ. παθ.]
εγωιστικός [επίθ.] εδράζω {μόνο σε ε...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: