Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέδαφος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 χώμα suo`lo ~m~, terre`no ~m~ 2 [επικράτεια] territo`rio ~m~ ορεινό / πεδινό έδαφος == territorio montuoso / pianeggiante | σε ελληνικό έδαφος == in territorio greco 3 ((figurato)) campo ~m~, fondo ~m~, terre`no ~m~+++τo πάτριον έδαφος == suolo natio | πρoετοιμάζω το έδαφος == preparare il terreno | κερδίζω / χάνω έδαφος == guadagnare / perdere terreno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |