Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έδρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 κάθισμα se`dia ~f~, se`ggio ~m~
2 [καθηγητή] ca`ttedra ~f~ η έδρα του καθηγητή == la cattedra del professore
3 [βουλευτή] se`ggio ~m~ το κόμμα μας κέρδισε 80 έδρες == il nostro partito ha conquistato 80 seggi
4 ((per estensione)) se`de ~f~ η έδρα μιας εταιρείας == la sede di una società
5 anatomia ano ~m~
6 ((figurato)) διδαχή ca`ttedra ~f~ του ανέθεσαν την έδρα της ανατομίας == gli hanno assegnato la cattedra di anatomia+++παίζω εκτός έδρας == sport giocare in trasferta | νικώ στην έδρα μου == sport vincere in casa | Αγία 'Εδρα == la Santa Sede | τα εκτός έδρας == indennità di trasferta, trasferta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Εδιμβούργο εδράζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---