Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεδραιώνομαι
ρήμα παθητικό 1 consolida`rsi 2 fonda`rsi 3 invale`re 4 irrobusti`rsi 5 posa`re 6 rinsalda`rsi εδραιώνω ρήμα μεταβατικό 1 consolida`re, stabilizza`re εδραιώνω τη θέση μου == consolidare la propria posizione 2 rafforza`re εδραιώνω την εξουσία μου == rafforzare il proprio potere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |