Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γήρας {γήρατος |... γιαλός [ουσ αρσ ]
γηρατειά [ουσ ουδ πληθ.] γιάμπολη [θηλ.ουσ]
γηρεαλέος [επίθ.] γιάνκης {Γιάνκηδες...
γηριατρική [θηλ.ουσ] Γιάννης {λαϊκ. γεν...
γηριατρικός [επίθ.] Γιαννιώτης [ουσ αρσ ]
γηρίατρος [ουσ αρσ και θηλ.] Γιαννιώτισσα [θηλ.ουσ]
γηροκομάω [-είς, -εί... γιάντες [ουσ ουδ.]
γηροκομείο [ουσ ουδ.] γιαούρτι {γιαουρτ-ι...
γηροκομώ [-είς, -εί... γιάπης {γιάπηδες}
γης [ουσ ουδ.] γιαπί {γιαπ-ιού ...
γητειά [θηλ.ουσ] γιάπισσα {γιαπισσών...
γήτεμα [ουσ ουδ.] γιαπιτζής {γιαπιτζήδ...
γητεμένος [επίθ.] Γιαπωνέζα [θηλ.ουσ]
γητευτής [ουσ αρσ ] γιαπωνέζικα [ουσ ουδ πληθ.]
γητεύτρα {γητευτρών... γιαπωνέζικος [επίθ.]
γητεύω {γήτε-ψα, ... Γιαπωνέζος [ουσ αρσ ]
για [πρόθ.] γιάρδα {γιαρδών}
για [σύνδ.] γιαρμάς {γιαρμάδες...
για [μόρ.] γιασεμί {γιασεμ-ιο...
γιαγιά {-ές κ. -ά... γιαταγάνι {γιαταγαν-...
γιαγιάκα [θηλ.ουσ] γιατί [ουσ ουδ.]
γιαίνω {έγιανα (ν... γιατί [σύνδ.]
γιαίνω {έγιανα (ν... γιατί; [επίρ.]
γιακάς {γιακάδες} γιατρειά [θηλ.ουσ]
γιακάς [θηλ.ουσ] γιάτρεμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: