Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γητεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((letterario)) incanta`re; affattucchia`re; affattura`re; strega`re
2 ((figurato)) ammalia`re; incanta`re; strega`re τον γήτεψε με την ομορφιά της==lo stregò con la sua bellezza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γητεύτρα για  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---