Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γητευτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 adescato`re ~m~
2 fattucchie`re ~m~
3 incantato`re ~m~
4 mago ~m~
5 malia`rdo ~m~
6 strego`ne ~m~

γητεύτρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γητευτής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γητεμένος γητεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---