Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Γιαννιώτης
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ di Gia`nnina

Γιαννιώτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Γιαννιώτης ^-η, ο^]
2 abita`nte ~f~ di Gia`nnina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Γιάννης γιάντες  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---