Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγηροκομείο
ουσιαστικό ουδέτερο gerontoco`mio ~m~; geroco`mio ~m~; casa ~f~ di ripo`so (per anzia`ni) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |