Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βίσονας [ουσ αρσ ] βλαβερώτατος [επίθ.]
βιταλισμός [ουσ αρσ ] βλαβερώτερος [επίθ.]
βιταμίνη {βιταμινών... βλάβη {βλαβών}
βιταμινικός [επίθ.] βλαισόποδος [επίθ.]
βιταμινούχος [επίθ.] βλαισός [επίθ.]
βιτρίνα {δύσχρ. βι... βλάκας [επίθ.]
βιτριόλι {βιτριολ-ι... βλάκας {δύσχρ. βλ...
βιτριολίζω [ρ. μτβ.] βλακεία {βλακειών ...
Βιτσέντζος [κύρ.όν. αρσ.] βλακείες! [επιφ.]
βιτσιά [θηλ.ουσ] βλακέντιος [ουσ αρσ ]
βιτσίζω (βίτσισα) βλακόμουτρο [ουσ ουδ.]
βίτσιο [ουσ ουδ.] βλακωδέστατος [επίθ.]
βιτσιόζος [επίθ.] βλακωδέστερος [επίθ.]
βίωμα {βιώμ-ατος... βλακώδης {βλακώδ-ου...
βιωματικός [επίθ.] βλακωδώς [επίρ.]
βιωμένος [επίθ.] βλάμης {βλάμηδες}
βιώνω {βίω-σα, -... βλαμμένος [επίθ.]
βιώνω {βίω-σα, -... βλαπτικά [επίρ.]
βιώσιμος [επίθ.] βλαπτικός [επίθ.]
βιωσιμότητα {χωρ. πληθ... βλαπτικότητα [θηλ.ουσ]
βλαβερός [επίθ.] βλάπτω (έβλαψα, β...
βλαβερότατος [επίθ.] βλασταίνω {βλάστησα}...
βλαβερότερος [επίθ.] βλαστάνω [ρ.αμτβ.]
βλαβερότης [θηλ.ουσ] βλασταράκι [ουσ ουδ.]
βλαβερότητα [θηλ.ουσ] βλαστάρι {βλασταρ-ι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: