Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλαβερότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [βλαβερότητα ^-ας, η^]

βλαβερότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

nocività ~f~; dannosità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλαβερότερος βλαβερώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---