Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλάβη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((figurato)) danno ~m~ ηθική βλάβη==danno morale | ανήκεστος βλάβη της υγείας==danno irreparabile alla salute
2 μηχανής gua`sto ~m~; rottu`ra ~f~; avari`a ~f~ βλάβη στο ηλεκτρικό==guasto all'impianto elettrico | βλάβη στη μηχανή==guasto, avaria al motore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλαβερώτερος βλαισόποδος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παθαίνω βλάβη = restare in panne


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---