Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλάκας
επίθετο stu`pido; fesso; tonto; scemo; citru`llo; creti`no βλάκας ουσιαστικό αρσενικό creti`no ~m~; imbeci`lle ~m~, stu`pido ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |