Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αιματοκυλίζω {αιματοκύ-... αιμοδιψής {αιμοδιψ-ο...
αιματοκύλισμα [ουσ ουδ.] αιμοδοσία {αιμοδοσιώ...
αιματοκυλισμένος [επίθ.] αιμοδότης {αιμοδοτών...
αιματοκυλώ (αιματοκύλ... αιμοδότρια {αιμοδοτρι...
αιματοκύτταρο [ουσ ουδ.] αιμοκάθαρση {-ης κ. -ά...
αιματολογία {χωρ. πληθ... αιμοκάθαρσις [θηλ.ουσ]
αιματολογικός [επίθ.] αιμοκύτταρο [ουσ ουδ.]
αιματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] αιμόλυση {-ης κ. -ύ...
αιματόξυλο [ουσ ουδ.] αιμολυσία [θηλ.ουσ]
αιματοποίηση [θηλ.ουσ] αιμόλυσις [θηλ.ουσ]
αιματοποιητικός [επίθ.] αιμολυτικός [επίθ.]
αιματοστάζω impf αιμόσ... αιμομείκτης [ουσ αρσ ]
αιματοστάλαγος [επίθ.] αιμομεικτικός [επίθ.]
αιματοστάω impf αιμόσ... αιμομείκτρια (η)
αιματουρία {χωρ. πληθ... αιμομειξία [θηλ.ουσ]
αιματοφάγος [επίθ.] αιμομείχτης [ουσ αρσ ]
αιματόφυρτος [επίθ.] αιμομειχτικός [επίθ.]
αιματοχυσία {αιματοχυσ... αιμομείχτρια {αιμομικτρ...
αιμάτωμα {αιματώμ-α... αιμομετρία [θηλ.ουσ]
αιματωμένος [επίθ.] αιμόμετρο [ουσ ουδ.]
αιμάτωσις [θηλ.ουσ] αιμομίκτης {αιμομικτώ...
αιμοβαφής [επίθ.] αιμομικτικός [επίθ.]
αιμοβορία (χωρίς πλη... αιμομίκτρια (η)
αιμοβόρος [επίθ.] αιμομιξία {αιμομιξιώ...
αιμογλομπίνη [θηλ.ουσ] αιμομίχτης {αιμομικτώ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: