Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιματωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αιματώνω]
2 crue`nto
3 sanguina`rio
4 sanguino`so
5 intri`so di sa`ngue

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιμάτωμα αιμάτωσις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---