Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιμοδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

donato`re ~m~ di sa`ngue

αιμοδότρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αιμοδότης ^-η, ο^]
2 donatri`ce ~f~ di sa`ngue

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιμοδοσία αιμοκάθαρση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---