Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιμοκάθαρση  
ουσιαστικό θηλυκό

medicina emodia`lisi ~f~; depurazio`ne del sa`ngue

αιμοκάθαρσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αιμοκάθαρση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιμοδότρια αιμοκύτταρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---