GrecoItaliano


αιμομείκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

chi comme`tte ince`sto αιμομίκτης πατέρας==padre incestuoso

αιμομείκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αιμομείκτης ^-η, ο^]

αιμομίκτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αιμομείκτης ^-η, ο^]

αιμομίκτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αιμομίκτης ^-η, ο^]

αιμομείχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αιμομείκτης ^-η, ο^]

αιμομείχτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αιμομίχτης ^-η, ο^]

αιμομίχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αιμομείκτης ^-η, ο^]

αιμομίχτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αιμομίχτης ^-η, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AIMOMEIKTHS100}}
---CACHE---