Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρεμούλιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 brivido
2 fremito
3 guizzo
4 sussulto
5 tremacuore
6 tremarella
7 tremito
8 tremolio
9 tremore
10 trepidazione
11 vacillamento
12 vacillazione
13 vibrazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρεμουλιάρικος τρεμουλιαστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---