Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θωρακίζομαι
ρήμα παθητικό

corazza`rsi, arma`rsi θωρακίστηκε με μεγάλη υπoμoνή == si è armato di grande pazienza

θωρακίζω  
ρήμα μεταβατικό

corazza`re θωρακίζω ένα πλοίο == corazzare una nave

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θώρακας θωρακικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---