Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θωπεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((letterario)) carezza`re, accarezza`re
2 ((letterario)) (fig) vezzeggia`re, lusinga`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θωπευτικός θώρακας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---