Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθωράκιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il corazza`re ~m~, corazzatu`ra ~f~ 2 (fig) l'armarsi ~m~, protezio`ne ~f~, dife`sa ~f~ η θωράκιση της χώρας == la difesa del paese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |