Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θωρακισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [θωρακίζω]
2 arma`to
3 blinda`to
4 corazza`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θωράκιση θωρακοπλαστική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---