Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θώρακας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 anatomia tora`ce ~m~
2 di armatura cora`zza ~f~

θώραξ
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [θώρακας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θωπεύω θωρακίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---