Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθέση
ουσιαστικό θηλυκό 1 posto ~m~, collocazio`ne ~f~ βάλε τo βάζο στη θέση του == metti il vaso al suo posto! 2 posto ~m~, posizio`ne ~f~ τo εξοχικό μας βρίσκεται σε καλή θέση == la nostra casa di campagna è in una buona posizione 3 posto ~m~ έκλεισα δύο θέσεις για την πρεμιέρα == ho prenotato due posti per la prima | όλες oι θέσεις είναι πιασμένες == tutti i posti sono occupati 4 classe ~f~ βαγόνι πρώτης θέσης == vagone di prima classe 5 propo`sta ~f~, punto ~m~ di vista, tesi ~f~ η θέση για τη νoμιμoπoίηση αυθαιρέτων προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες == la proposta per la regolarizzazione degli edifici abusivi ha suscitato delle forti reazioni 6 posizio`ne ~f~ αποφεύγει πάντα να παίρνει θέση == evita sempre di prendere posizione | ξεκαθάρισε τη θέση του == ha chiarito la sua posizione 7 posizio`ne ~f~, posto ~m~, impie`go ~m~ θέσεις εργασίας == posti di lavoro | έχει μια καλή θέση στα ναυπηγεία == ha un buon posto ai cantieri navali 8 filosofia tesi ~f~ βρίσκομαι σε δύσκολη θέση == trovarsi in una posizione dificile | δεν είναι σε θέση να ταξιδέψει == non è in grado di viaggiare | έλα στη θέση μου! == mettiti nei miei panni!, mettiti al mio posto! | στη θέση σου θα τον είχα ήδη απολύσει == al tuo posto, se fossi in te lo avrei già licenziato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη τουριστική θέση = classe [θηλ.] economica || είμαι σε θέση (να) = essere in grado (di) || έλα στη θέση μου! = mettiti nei miei panni || δεν είναι σε θέση να... = non è in grado di || (posto) η πρώτη θέση = (θέση) prima classe [θηλ.] || η πρώτη θέση = prima classe [θηλ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |