Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεσιά
ουσιαστικό θηλυκό variante di [θυσία] θυσία ουσιαστικό θηλυκό sacrifi`cio ~m~ ((anche in senso figurato)) η σταυρική θυσία == il Sacrificio della Croce | έγινε θυσία για τα παιδιά της == ha fatto molti sacrifici per i figli | πάση θυσία == ad ogni costo | γίνoμαι θυσία για κάποιον == farsi in quattro per qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |