Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθυρωρίνα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [θυρωρός] θυρωρός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό portie`re ~m~, portina`io ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |